- Θραξί
- Θράκιοςmasc dat pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θρᾳξί — Θράκιος masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BENDIS — linguâ Thracum Diana dicitur. Per Βένδιν autem intelligi terram, ostendunt haec verba Hesychii, Μεγάλη θεὸς, Α᾿ριςτοφάνης ἔφη τήν Βένδιν, Θρακία γὰρ θεός. Eandem vero Lunam esse testis est Palaephatus, c. 32. ubi agit de filiabus Phorcynis,… … Hofmann J. Lexicon universale
ορεινός — ή, ό (Α ὀρεινός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη («ορεινό κλίμα») 2. αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος («ἐν τοῑς ὀρεινοῑς Θραξὶ πλησίον κατεσκήνησαν», Ξεν.) 3. (για τόπο) γεμάτος όρη νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο… … Dictionary of Greek
χάλις — ιος, ὁ, ΜΑ 1. άκρατος οίνος, ανέρωτο κρασί («ὀλίγα φρονοῡσιν οἱ χάλιν πεπωκότες», Ιππών.) αρχ. χαλίφρων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος τ. που απαντά στην ιων., ενώ αργότερα επιβίωσε μόνο ως ποιητ. τ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ. από… … Dictionary of Greek